διέρρωγα
Look at other dictionaries:
διέρρωγα — διαρρήγνυμι break through perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερρώγασι — διερρώγᾱσι , διαρρήγνυμι break through perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερρώγασιν — διερρώγᾱσιν , διαρρήγνυμι break through perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)